ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ τα γνι, μίγμα και νίγμα.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά.
ΕΡΕΥΝΑ, ΕΙΣΗΓΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙἈΣΩΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙἈΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΡΟΦΟΡΑΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ - ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ τα γνι, μίγμα και νίγμα.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά.
Κάποτε ο Αριστοφάνης ο Βυζάν̂τιος επινόησε τους τόνους και τα σημεία στίξης για να διיασώσει τον αρχαίο προσωδιακό λόγο. Εμείς σήμερα τι μπορούμε να κάνουμε για τη διיάσωση και διיάδοση της ορθής προφοράς;
Εδώ που φτάσαμε, με την Πολιτεία να κωφεύει διיαρκώς και να μην πράττει τίποτα, η μόνη λύση είναι η αποσαφήνιση μεταξύ των έρρινων και των άρρινων δίψηφων συμφώνων. Προσωπικά προτείνω την αξιοποίηση του τόνου και της αποστρόφου -σε μια πιο διיακριτική μορφή- ή άλλων δυνητικών συμβόλων, όπως αυτών που χρησιμοποιούν̂ται στο παρόν κείμενο. Αυτό όμως προϋποθέτει τη συμ̂πλήρωση του Αλφαβήτου μας με την προσθήκη των τριών ελλειπόν̂των φθόγ̂γων: του άγμα [αλλιώς γνί(γμα)], του μίγμα και του νίγμα. Διיαφορετικά δεν υπάρχει σωσμός. Με τη γλώσσα να έχει οριστικά αφεθεί στη μοίρα της, ο αφανισμός τής εύηχης Κοινής Νεοελληνικής είναι αναμφίβολα προδιיαγεγραμμένος.
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ τα άγμα [αλλιώς γνί(γμα)], μίγμα και νίγμα.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
ΤΟ ΑΓΝΟΗΜΕΝΟ ΣΥΜΦΩΝΟ [γ̂]
Η λέξη άγμα ετυμολογείται από το ρήμα ἄγνυμι (< ρίζα / Ϝαγ/ ή /αγ/ + πρόσφυμα /νυ/ + κατάληξη /μι/), όπου [Ϝ] το δίγαμμα, ένας ήχος όπως το αγ̂γλικό [W] [π.χ.: one > (γ)ουαν].
Η
αρχική του ονομασία -σύμφωνα με τη
φωνητική του αξία- ήταν ϝαῦ (στην αγ̂γλική
wau) και αν̂τιστοιχούσε στο φοινικικό σύμφωνο ουάου. Η μεταγενέστερη
ονομασία (δίγαμμα), οφείλεται στο σχήμα του (το διπλό γάμμα, δηλαδή δύο φορές το
γάμμα, το ένα πάνω στο άλλο).
Στην παμφυλιακή διיάλεκτο υπήρχε ένα γράμμα, το [Ͷ], με παρόμοια αξία με αυτήν του ασθενούς διχειλικού [V] ή [W]· γι’ αυτό μπορεί να αναφέρεται και ως παμφυλιακό δίγαμμα.
Ας δούμε όμως τι σχέση μπορεί να έχουν όλα αυτά:
Ο
πρώτος ήχος που παράγει ο άνθρωπος με τη γέννησή του είναι το (γ)ουααα· ένα ρινοποιημένο ουααα, που ουσιיαστικά
αποτελεί τη θέση σχηματισμού του μαλακοϋπερωικού [Ν] (αυτό που αλλιώς ονομάζουμε
άγμα), ο οποίος καταλήγει σε ένα
μακρόσυρτο [α]. Με άλλα λόγια το μωρό, όταν από το ασφαλές, υγρό και ζεστό περιβάλλον,
αλλάζει χώρο και περνά στο εκτεθειμένο ανοιχτό, με τους δυνατούς ήχους
και το φως, στην προσπάθεια να πάρει την πρώτη του αναπνοή, ανοίγει το στόμα
και μέσα από την προσωρινή δυσφορία του -η οποία εκφράζεται με το κλάμα- τελικά
σχηματίζει τον ήχο του άλφα [α].
Αυτός είναι ο λόγος που το [α] θεωρείται η μήτρα των φωνηέν̂των (μαζί με το [ο] στη γλώσσα μας αποτελούν τον πυλώνα των φωνηέν̂των) και ο πρώτος ολοκληρωμένος ήχος, δηλαδή καθαρός φθόγ̂γος που φωνεί ο άνθρωπος· αφού οι ήχοι (γ)ου/ŋου εκφράζουν τη μετάβασή του και όχι τη θέση, από το ένα περιβάλλον στο άλλο. Το [ου] στη συγ̂κεκριμένη περίπτωση, λόγω του ηχοχρώματος και της σύν̂τομης κυρίως διיάρκειάς του, θεωρείται εισαγωγικός-προωθητικός ήχος και όχι καθαρός, ολοκληρωμένος. Άλλωστε ο άνθρωπος είναι το μόνο θηλαστικό το οποίο αμέσως μετά την έξοδό του από τη μήτρα φων-ά-ζει, δηλαδή βγάζει φωνή [α], άρα ζει.
Στο σημείο αυτό λοιπόν, επιδιיώκον̂τας να επισημάνω τη σπουδαιότητα των ευ̂φωνικών συνηχήσεων του [ν] και του [μ] στη γλώσσα μας, προχωρώ στην παρακάτω αλληγορική αποτύπωσή τους, αναλογικά προς το ίδιο το ἄγνυμι:
Από το ανοιχτό φωνήεν [α], το οποίο είναι το προθεματικό, περνάμε στο [γ] και τη θέση στην οποία πρέπει να βρίσκεται η γλώσσα για τη διיαμόρφωση του ήχου, τόσο του [Ϝ] όσο και του [ŋ]· με το [γ] να δηλώνει την αξία του μαλακοϋπερωικού [Ν] (αν̂τίστοιχη περίπτωση με αυτήν των συμ̂πλεγμάτων γχ, γξ) και επομένως στη ρίζα [αγ], η οποία αποτελεί τη βάση. Αμέσως μετά στο προσφυματικό [νυ] -το οποίο συμ̂πίπτει με την παλαιότερη γραφή του Νι, προσδιיορίζον̂τας τόσο τον οπίσθιο αλλόφωνο ήχο του, δηλαδή το [ŋ], όσο και τον αν̂τίστοιχο κλειστό του [υ] (το τελευταίο στην αρχαία ελληνική εκφερόταν από τη θέση του [ου]- σχηματίζον̂τας το θέμα [ἄγνυ]· και τέλος στην κατάληξη [μι], με την οποία δηλώνεται η ιδιיότητα του [ŋ]: άλλοτε να εκρήγνυται, επιδρών̂τας στα [γ], [κ], [τ] (π.χ.: συŋγγενής < συŋ + γενής < συν + γένος, έŋγκριση < εŋ + κρίση < εν + κρίνω, σύŋνταγμα < συŋ + τάγμα < συν + τάσσω) και άλλοτε να διיαχέεται στη στοματική κοιλότητα ενεργοποιών̂τας το Μι, προκειμένου να επηρεάσει το [π] και να το ηχηροποιήσει (π.χ.: πάŋμμπολλα < παŋμ + πολλά < παŋ + πολλά < παν + πολύς).
[αγ → νυ → μι]
Παράγωγο του ἄγνυμι (που σημαίνει διיαχέω, διיασκορπίζω, συν̂τρίβω, θραύω, σπάω) είναι το άγμα (δηλαδή το τεμάχιο, το θραύσμα, από το οποίο προκύπτει η λέξη κάταγμα)· με το [γ] να δηλώνει τόσο την παραπάνω ιδιיότητα του [ŋ], όσο και τη συνάφειά του με το [μ], και το [α] να ορίζει την αρχή και το τέλος: το άρτιο, δηλαδή το όλον της λέξης.
Με πιο
απλά λόγια, αν λάβουμε υπόψη την ιδιיότητα του [α], το οποίο όχι μόνο περιβάλλει τη λέξη αλλά και χαρακτηρίζει τη δομή της, έχουμε το αθροιστικό αποτέλεσμα να αποδίδει στον απόλυτο βαθμό την έννοια, τη θέση και την αξία του [ŋ] στη γλώσσα μας, με το άγμα:
1. να μην απαν̂τά ποτέ στην
αρχή της λέξης ([α] αν̂τί για [ŋ])
2. να έχει θέση στο μέσον της
λέξης και στο γραπτό λόγο να αποδίδεται με το γράμμα [γ]
3. να φέρει τη διττή ιδιיότητα: αφενός να ενεργοποιεί το [μ] (πριν από το [π]), αφετέρου να εισχωρεί στο σχηματισμό του και να τον επηρεάζει, με συνέπεια να μετατρέπει τον ήχο του από εμ̂πρόσθιο ρινικό στον αν̂τίστοιχο μέσο σκληροουρανικό [ɱ] (< ŋm). Είναι δηλαδή [ɱ], σύμμικτος ήχος· και όχι ατόφιο [μ], αφού αρχικά παρεμβάλλεται ο ήχος του [ŋ]
Πράγματι, αν δοκιμάσει κάποιος να φωνήσει το αμ (αŋm/αɱ) έναν̂τι του μα (mα), θα διיαπιστώσει ότι στην πρώτη περίπτωση ο ήχος του [μ] σχηματίζεται πιο πίσω και επομένως είναι πιο έρρινος (απαλότερος) από αυτόν του μα (mα - πιο βαρύς). Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι απλός: η επίδραση του [ŋ] στο [μ]
4. να μην απαν̂τά στο τέλος καμιάς λέξης ([α] αν̂τί για [ŋ]), δηλαδή να είναι μέσος, περίκλειστος ήχος
Βάση αυτών προκύπτει η παρακάτω σχέση μεταξύ της λεκτικής του απόδοσης και της φωνητικής του θέσης, αξίας και ιδιיότητας μέσα στη λέξη:
(λεκτική
απόδοση) άγ (νυ)
μ (ι) α ⇒ (φωνητική θέση - αξία - ιδιיότητα) άγ̂μα ⇔ άŋmα ⇔ άɱα ⇔ άμα ≠ μα
Ενδιיαφέρον επίσης έχει να δούμε στο φοινικικό συλλαβάριο τη σημασία των συμβόλων του [μ] και του [ν], όπως και τη μεταξύ τους σχέση, προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα τη χρήση και την αξία τους. Το [μ] ονομαζόταν μεμ και σήμαινε νερό και το [ν] νουν, δηλαδή ψάρι (ή φίδι), με το [ν] να ενυπάρχει στο [μ], όπως το ψάρι στο νερό. Αν σε αυτά προσθέσουμε τόσο τον σημασιολογικό-ετυμολογικό όσο και τον ευ̂φωνικό τους χαρακτήρα (μαζί με το [λ] θεωρούν̂ται τα κατεξοχήν μουσικά σύμφωνα), αν̂τιλαμβάνεται κανείς εύκολα την αξία τους στη γλώσσα μας. Γι’ αυτό και όταν βρίσκον̂ται στο μέσον των γηγενών λέξεων δεν πρέπει να παραλείπον̂ται.
Οι Πυθαγόρειοι
φιλόσοφοι συσχέτιζαν τους αριθμούς -τους οποίους αποκαλούσαν σοφούς- με τα
γράμματα, προκειμένου να αναδείξουν τη σημασία των λέξεων και αυτό γιατί
θεωρούσαν την ελληνική μία γλώσσα μαθηματική (δηλαδή σοφή), γεμάτη αρμονία, συμβολισμούς
και νοήματα:
«Τι το σοφόν;... Ο αριθμός! Τι δεύτερον εις σοφίαν;... Ο τοις πράγμασιν τα ονόματα θέμενος. Τι το ωραιότερον;... Η αρμονία».
Το [Γ] στο ελληνικό αλφάβητο αν̂τιστοιχεί στον αριθμό 3. Επομένως το [Ϝ], το οποίο είναι δύο [Γ] (δις+γάμμα) έχει αριθμητική αξία 3x2 = 6. Άλλωστε στην πρώιμη μορφή του ελληνικού αλφαβήτου -μέχρι τη σίγησή του- αυτή τη θέση κατείχε, πριν αν̂τικατασταθεί από το στίγμα [Ϛ/ΣΤ΄]. Την ίδια αριθμητική αξία έχει και το άγμα [ŋ].
Προκειμένου να διיευκρινιστεί η απόδοσή του και να αποφευχθεί η σύγχυση με τα [γ], [γγ/γκ], στο γραπτό λόγο χρησιμοποιώ το σύμβολο [γ̂] (π.χ. φεγ̂γάρι, αγ̂καλιά), το οποίο αποτελεί και εισήγησή μου.
Η λέξη άγμα πρωτοεπισημάνθηκε από τον Ίωνα το Χίο (φιλόσοφο, ιστορικό και τραγικό ποιητή, κατά κάποιους εφάμιλλο των μεγάλων τραγικών ποιητών μας), ο οποίος ήταν σύγχρονος του Περικλή και έζησε από κον̂τά το χρυσό αιώνα της Αθηναϊκής Πολιτείας. Μερικοί αποδίδουν την ετυμολογία του στην επίδραση του κοινού ως σύμβολο, όσο και όμορου στο σχηματισμό γάμμα (> άγμα με αν̂τιμετάθεση, πιθανόν και αναλογικά προς τα σίγμα-στίγμα). Ο ίδιος ο Ίων το χαρακτήρισε ως το 25ο γράμμα του αλφαβήτου μας (τα δίγαμμα, στίγμα, κόππα, σαμ̂πί είχαν ήδη αφαιρεθεί, αφού είχαν πάψει να έχουν φωνητική αξία). Ωστόσο για το συγ̂κεριμένο φθόγ̂γο δεν επινοήθηκε κάποιο γράμμα, με συνέπεια το γάμμα να φέρει διπλή σημασία: άλλοτε αυτήν του [γ] και άλλοτε αυτήν του μαλακοϋπερωικού [ν]. (Έρρινο είναι το [γ] πριν από άλλο ουρανικό σύμφωνο, δηλαδή πριν από τα [γ], [κ], [χ], ή πριν από το [ξ], επισημαίνει ο Τζάρτζανος στη γραμματική του). Κρίμα γιατί αν είχε συμβεί αυτό, σήμερα θα είχε δοθεί λύση στο βασικότερο πρόβλημα στην προφορά της γλώσσας μας.
Την παραπάνω μαρτυρία του Ίωνα επιβεβαιώνουν οι λατίνοι συγ̂γραφείς Μάρκος Τερέν̂τιος Βάρρων, Λούκιος Άκκιος και ο Πρισκιανός ο γραμματικός.
Πρισκιανός (Απόσπασμα από τη Γραμματική της Λατινικής - Βιβλίο Ι.39)
Ευτυχώς που δεν επικράτησε η άποψη του Άκκιου και των ομόγνωμών του· δηλαδή η μεταγραφή του δίψηφου [γγ/γκ] από τα ελληνικά στα λατινικά σε [gg/gc], αλλά ό,τι επεσήμανε ο Ίων για τον κοινό ήχο (το άγμα), ανάμεσα στις δύο γλώσσες, με αποτέλεσμα ο φθόγ̂γος να δηλωθεί στη γλώσσα τους με το [n]. Διיαφορετικά θα κατέληγαν και αυτοί να εκφέρουν, όπως οι περισσότεροι εξ ημών: κακόφωνα και ψευδά.
Φαν̂ταστείτε λόγου χάρη, οι Λατίνοι αν̂τί του angulus (< ελλην. αγ̂κύλος) να έλεγαν aggulus → Αgglia → egglish (γιατί όλα τους ομόρριζα είναι) και ο κόσμος ανά την οικουμένη να μιλούσε σήμερα παραφθαρμένα. Εμείς όμως μαθαίνουμε αγγλικά [g] (αν̂τί του ορθού αγ̂γλικά [ŋg]), but we speak english and not eglish! Ελληνικά θα μάθουμε ποτέ;!... Για ποια οικουμενικότητα της Ελληνικής μιλούμε σήμερα; Μήπως για αυτήν μιας γλώσσας που σέβον̂ται οι ξένοι και ξέρουν να την προφέρουν καλύτερα από εμάς;!
Στο Διיεθνές Φωνητικό Αλφάβητο, το μαλακοϋπερωικό [Ν] ονομάζεται agma ή angma (με τον πρώτο τύπο να είναι συνεπέστερος προς τη ρίζα και τον δεύτερο ορθότερο προς τον ήχο τον οποίο δηλώνει), ενώ υπάρχει και η απόδοση ingma [< ing + (ang)ma / (ag)ma] που αφορά στην κατάληξη -ing, για λέξεις όπως οι: ζάπινγκ, κάμיπινγκ, μάρκετινγκ, πάρκινγκ κ.λπ.
Ο Γ. ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΜΑ [γ̂]
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.
Η ΑΝΑΦΟΡΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΦΟΡΑ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ, ΤΗΝ ΚΟΤΟΠΟΥΛΗ, ΤΟ ΡΟN̖TΗΡΗ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ
Το μεγάλο δάσκαλο και ηθοποιό του Θεάτρου μας Λυκούργο Καλλέργη, τον θυμάμαι πρώτη φορά στην παράσταση του Εθνικού «Ο Σεβάσμιος Πολιτικός» του βραβευμένου με Νομπέλ Τόμας Έλιοτ, το 1972, όπου ενσάρκωνε το Λόρδο Κλάβερτον και ο πατέρας μου το Φεντερίκο Γκόμεθ. (Φυσικά στο παρελθόν είχαν συμ̂παίξει αρκετές φορές στο θέατρο, τον κινηματογράφο και το ραδιיόφωνο και έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση ο ένας προς το πρόσωπο του άλλου· τόσο σε επίπεδο ανθρώπων, όσο και δασκάλων - καλλιτεχνών).
Δύο χρόνια αργότερα, τον ξαναείδα στο «Θάνατο του Δανיτόν» του Μπύχνερ· σε ένα πολύ δυνατό και πολυπρόσωπο έργο, με ένα επιτελείο σπουδαίων ηθοποιών στις τάξεις του Εθνικού, όπου υποδυόταν το Ροβεσπιέρο και ο πατέρας μου τον Εισαγ̂γελέα Φουκέ.
![]() |
Από την παράσταση «Ο Σεβάσμιος Πολιτικός» |
![]() |
«Ο Θάνατος του Δανיτόν»: Ο Καλλέργης (κάτω στο κέν̂τρο) και ο πατέρας μου στην έδρα (δεύτερος από αριστερά) |
ΔΙ'ΕΥΚΡΙΝΙΣH:
Όπου: ˆ το ευ̂φωνικό [ŋ] ή [ɱ] πριν από το δίψηφο σύμφωνο.
י η εκφορά των φθόγ̂γων χωριστά, χωρίς συνίζηση.